- ὤρθευεν
- ὀρθεύωimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθεύω — ὀρθεύω (Α) [ορθός] ορθώνω («παρῇν τις ἄλλος, ὃς σὸν ὤρθευεν δέμας», Ευρ.) … Dictionary of Greek